δεισιδαίμονα

δεισιδαίμονα
δεισιδαίμων
fearing the gods
neut nom/voc/acc pl
δεισιδαίμων
fearing the gods
masc/fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • SUPERSTITIO — Graecis Δεισιδαιμονία, Plutarcho definitur δόξα ἐμπαθὴς καὶ δέος ποιητικὴ ὑπόληψις ενταπεινοῦιτος καὶ συντρίβοντος τῆς ἄνθρωπον, οἰό μενόν τ᾿ εἶναι θεοὺς, εἶναι δὲ λυπηροὺς καὶ βλαβερούς. Nascitur nempe, ab immani divinitatis metu, quu Deum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • θεόφραστος — I (Ερεσσός Λέσβου 372; – 287; π.Χ.). Φιλόσοφος. Ήταν ο διασημότερος μαθητής του Αριστοτέλη, ο οποίος τον υπέδειξε ως διάδοχό του στη διεύθυνση του Λυκείου. Έζησε στην Αθήνα, εκτός από μία σύντομη περίοδο απομάκρυνσής του (307), ύστερα από τη νίκη …   Dictionary of Greek

  • μαγγανεύω — (Α μαγγανεύω) [μάγγανο]. 1. κάνω μάγια, χρησιμοποιώ μαγικά, σαγηνευτικά φίλτρα ή θέλγητρα («οὐκοῡν σὲ τὴν Κίρκην γε τὴν φάρμακ ἀνακυνῶσαν καὶ μαγγανεύουσαν μολύνουσάν τε τοὺς ἑταίρους», Αριστοφ.) 2. εξαπατώ με τεχνικά μέσα, με ιατρικά ή μαγευτικά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”